- ρομαντζάρω
- (αόρ. (ε)ρομαντζάρισα)1) предаваться романтическим мечтам; 2) наслаждаться, упиваться прелестями природы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρομαντζάρω — και ρομαντσάρω ρεμβάζω, ονειροπολώ: Κάθισαν σ ένα μέρος και ρομάντζαραν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρομαντζάρω — και ρομαντσάρω και ρωμαντζάρω και ρωμαντσάρω Ν ρεμβάζω, ονειροπολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. romantzare (βλ. λ. ρομάντζα)] … Dictionary of Greek
ρομαντσάρω — Ν βλ. ρομαντζάρω … Dictionary of Greek
ρωμαντζάρω — και ρωμαντσάρω, Ν βλ. ρομαντζάρω … Dictionary of Greek